humilhação - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

humilhação - translation to ρωσικά

Humilhar

humilhar         
унизить, унижать, смирять
humilhação         
унижение, оскорбление, смирение
приниженный      
humilhado, rebaixado ; (унизительный) humilhante

Ορισμός

humilhação
sf (lat humiliatione)
1 Ato ou efeito de humilhar ou humilhar-se.
2 Aquilo que humilha ou afronta.
3 Abatimento, submissão. Var: humildação.

Βικιπαίδεια

Humilhação

Humilhação é, literalmente, o ato de ser tornado humilde, ou seja alguém que se tornou humilde perante outro ser de devida superioridade, logo, humilhação não é o mesmo que chamar o outro de menos esperto, por exemplo. Tem muito em comum com a emoção da vergonha. A humilhação não é, geralmente, uma experiência agradável, visto que costuma diminuir a autoestima da pessoa que sofreu a humilhação.